Του λείπει αυτό το «κάτι»

Οι μικρές λεπτομέρειες στοιχίζουν στον Παναθηναϊκό μεγάλες (βαθμολογικές και ψυχολογικές) απώλειες.

Δεν ήταν κακός ο Παναθηναϊκός στο ντέρμπι με την ΑΕΚ – κατά την ταπεινή μου άποψη, ήταν συνολικά καλύτερος σε όλο τον αγώνα, ενώ «στρίμωξε» την ΑΕΚ πολύ έντονα στο δεύτερο ημίχρονο. Ούτε με τον ΠΑΟΚ στη «Λεωφόρο» ήταν κακός σε ένα μάλλον ισορροπημένο παιχνίδι, ούτε εκτός έδρας με Γιάννενα, Άρη και Αστέρα. Κοινός παρανομαστής όμως όλων αυτών των αγώνων, ήταν πως τελικά έχασε. Κι όσο κι αν «κερδίζεις τις εντυπώσεις», όταν χάνεις τα παιχνίδια μένεις στο τέλος με άδεια χέρια.

Ο Παναθηναϊκός του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, είναι μια ομάδα που προσπαθεί να παίξει μπάλα, να επιβληθεί και όχι να «κλέψει», να σκοράρει κι άλλα γκολ όταν προηγείται κι όχι να «ταμπουρωθεί» για να προστατεύσει το προβάδισμα, να αναπτυχθεί σωστά, να έχει τη μπάλα στα πόδια της. Της τον δίνουμε αυτό τον «πόντο», διότι η νοοτροπία της είναι «μεγάλης ομάδας», είναι αντάξια του μεγέθους του Παναθηναϊκού, που οφείλει να ζητάει σε κάθε ματς ό,τι παραπάνω μπορεί. Μόνο σε ένα ματς (συγκεκριμένα για ένα ημίχρονο) ο φετινός Παναθηναϊκός κλείστηκε στο καβούκι του: ήταν το δεύτερο ημίχρονο στο Φάληρο με τον Ολυμπιακό, ένα παιχνίδι ειδικών συνθηκών. Σε όλα τα άλλα η συμπεριφορά του Παναθηναϊκού, ήταν αυτή που θέλει να βλέπει ο κόσμος του, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα.

Μετράει όμως το αποτέλεσμα και υπερτερεί στο τέλος έναντι της εικόνας της ομάδας, διότι «ταμείο» κάνεις από τους βαθμούς που παίρνεις και όχι από το χειροκρότημα που εισπράττεις. Αν μέτραγαν τα παλαμάκια, ο Παναθηναϊκός θα ήταν πρώτος ή δεύτερος στη βαθμολογία – έχει παίξει ελκυστικό ποδόσφαιρο σε μεγάλο βαθμό. Αλλά τα αποτελέσματά του, αποτυπώνουν την ψυχρή αλήθεια της βαθμολογίας, που τον τοποθετεί πιο χαμηλά. Και τον άφησαν για ένα ακόμα ντέρμπι χωρίς τη χαρά της νίκης.

Ένα «κάτι» του λείπει του Παναθηναϊκού για να γυρίσει το κουμπί με τέτοιον τρόπο, ώστε από μια ομάδα που παίζει ωραίο ποδόσφαιρο και προσπαθεί να επιβληθεί στον αντίπαλο, να γίνει μια ομάδα που και ωραία παίζει και νίκες παίρνει. Ένα «τσικ» που έχει να κάνει με στιγμές απροσεξίας, με κενά στην αμυντική του λειτουργία, με προσωπικά λάθη. Πληρώνει μέχρι τώρα κάτι «χαλαρά ξεκινήματα» και κάτι μεσοαμυντικές αρρυθμίες, που επιτρέπει στους αντιπάλους του να σκοράρουν πρώτοι και τον αναγκάζουν στη συνέχεια να τρέχει και τελικά να μην φτάνει (όπως έχει συμβεί τόσες και τόσες φορές φέτος, από τους «Ζωσιμάδες» μέχρι το ντέρμπι με την ΑΕΚ). Τρώει «τζάμπα γκολ» και μετά το πλάνο του Γιοβάνοβιτς πάει περίπατο: διότι ο προπονητής σχεδιάζει πώς θα «απλώσει» το παιχνίδι του για να νικήσει η ομάδα και καλείται να βρει τρόπο να ισοφαρίσει ένα «εύκολο» και γρήγορο γκολ που δέχθηκε η ομάδα του.

Τα ελαφρυντικά είναι πολλά και οι τραυματισμοί που έχουν χτυπήσει τους κεντρικούς αμυντικούς της ομάδας (Σένκεφελντ, Πούγγουρα, ακόμα και Κουρμπέλη) δεν είναι αμελητέοι. Αλλά δεν γίνεται να προχωρήσεις «μοιρολογώντας» για τα κακά που σε βρήκαν – οφείλεις να βρεις λύσεις κοιτάζοντας στο ρόστερ σου. Αν δεν τα βγάζεις πέρα με τους αμυντικούς που σου απέμειναν, κοιτάζεις τι άλλο μπορείς να κάνεις, αν δεν σου κάνουν τη δουλειά αυτοί που είναι διαθέσιμοι, αλλάζεις διάταξη και βάζεις τρεις κεντρικούς αμυντικούς. Ψάχνεις να βρεις μια λύση που θα «θωρακίσει» την άμυνα μέχρι να επιστρέψουν οι απόντες, ώστε να βρεις αυτό το «κάτι» που λείπει και στερεί από την ομάδα σημαντικούς βαθμούς αλλά και εξίσου σημαντικούς «πόντους» στην ψυχολογία της ομάδας αλλά και το κέφι των φίλων της. Διαφορετικά κινδυνεύεις στο τέλος της ημέρας, στο τέλος της χρονιάς να λένε όλοι πόσο «στρωτή μπάλα» έπαιξε η ομάδα όλη τη σεζόν, αλλά να ψάχνεις παράλληλα τι έφτιαξε και έμεινε για μια ακόμα χρονιά εκτός στόχων. Και άλλη μια χρονιά χωρίς Ευρώπη, δεν αντέχεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης ×